Κασσιανή και Θεόφιλος




Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…
μέσα μου υπάρχει νύχτα…
δέξου τις πηγές των δακρύων μου…
κλίνε προς τους στεναγμούς της καρδιάς μου.
Ασυναίσθητα, η Κασσιανή κοίταξε προς το λυχνάρι. Ίσως να ήθελε απλά να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει επαρκές λάδι. Ίσως και πάλι, στιγμιαία, να την πήγε η καρδιά της σε εκείνη την ολόλαμπρη νύχτα του παρελθόντος. Τότε που ο διάδοχος του θρόνου θα επέλεγε σύζυγο και η αυτοκρατορία βασίλισσα.
«Εκ γυναικός τα χείρω», της είπε ο Θεόφιλος με αποφασιστικό και κάπως υπεροπτικό βλέμμα. Εύκολα βέβαια διέκρινε κάποιος και τη γοητεία που του ασκούσε η εξωτερική εμφάνιση και η προσωπικότητα της Κασσιανής.
Για λίγο κράτησε το χρυσό μήλο στα χέρια της και το επέστρεψε στο Θεόφιλο, κοιτάζοντάς τον ήρεμα, γλυκά και αποφασιστικά.
«Και εκ γυναικός τα κρείττω».
Κάτι γκρεμίστηκε. Ο εγωισμός του ή οι αντιστάσεις του; Τι σημασία είχε; Άλλωστε, δεν υπήρχαν περιθώρια. Η ετυμηγορία της μητριάς του ήταν απόλυτη: Πολύ έξυπνη και ετοιμόλογη για να γίνει βασίλισσα.
Αμέσως επανήλθε. «Έλα, βρε Κασσιανή μου. Τόσα χρόνια έχουν περάσει. Πάνε αυτά τώρα», άκουσε μέσα της για άλλη μια φορά τη φωνή που τη συμβούλευε.
Πήρε και πάλι την πένα.
Θα φιλήσω γλυκά τα άγια πόδια σου. Ακούστηκε μικρή φασαρία στο βάθος. Ασυνήθιστο πράγμα για το μοναστήρι της Κασσιανής και για το περασμένο της ώρας. Προείχε όμως η έμπνευση του ύμνου.
Θα τα σκουπίσω και πάλι με τις πλεξούδες από τα μαλλιά μου. Τώρα όμως αυτός ο ήχος από τα βήματα έξω από το κελί της δεν ήταν συνηθισμένος. Κι αυτός ο ήχος της φωνής! Αυτός ο ήχος!
Ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί η Κασσιανή, όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ήταν αυτός. Τον έβλεπε καθαρά από τη χαραμάδα. Κυρτωμένος από τα χρόνια, αλλά με το ίδιο σαγηνευμένο βλέμμα.
Κάθισε σε ένα κάθισμα διπλανό και έκλαψε. Έκλαψε πολύ. Για τον εγωισμό του, για τα πρέπει που υπηρέτησε, για το τραύμα που δεν το κάλυψε ο χρόνος, η εξουσία και η δόξα. Ήθελε να τη δει για τελευταία φορά, αλλά ούτε αυτό το κατάφερε. Ήθελε; Έπρεπε;
Πήρε στα χέρια του τον πάπυρο της Κασσιανής που είχε αφεθεί βιαστικά πάνω στο τραπέζι. Με την πένα της κάτι έγραψε. Σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στο λιτό κι απέριττο κελί. Στάθηκε το βλέμμα του στην κρυψώνα της Κασσιανής. Στάθηκε αρκετά. Λυτρωτικά. Σαγηνευμένα. Για περισσότερο χρόνο από τότε που τους έβλεπαν και δεν έπρεπε. Τώρα τους βλέπει μόνο ο Θεός. Δεν τον νοιάζουν τα πρέπει.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του, αλλά η Κασσιανή δεν βγήκε αμέσως. Δεν μπορούσε. Τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι. Ξέπλενε το χρόνο. Ξέπλενε τους πόθους και τα όνειρα μιας άλλης ζωής. Τόσα χρόνια είχε ανάγκη αυτά τα λυτρωτικά λεπτά της σιωπής. Ούτε η φωνή μέσα της μιλούσε.
Αυτά τα πόδια, τα οποία άκουσε ένα δειλινό η Εύα και από το φόβο της κρύφτηκε, είχε γράψει ο Θεόφιλος.
Τα πλήθη των αμαρτιών μου και τα απύθμενα βάθη της αγάπης σου, ποιος θα ανακαλύψει ποτέ, Σωτήρα μου; Μην παραβλέψεις εμένα, τη δούλη σου, εσύ που έχεις αμέτρητο έλεος. Στην τελευταία λέξη ίσως και να έσταξε ένα τελευταίο δάκρυ πάνω στον πάπυρο από την Κασσιανή…


ΥΓ: Για όσους μπορεί να σκανδαλίζονται, αυτή είναι η εκκλησιαστική παράδοση για τον τρόπο γραφής του γνωστού τροπαρίου που ψάλλεται το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης.
Για όσους μπορεί να σκανδαλίζονται, καλώς σκανδαλίζονται. Η υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας είναι σκανδαλιστική και ερωτική…


Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έμμηνος ρύση και Θεία Κοινωνία

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2013)

Η θλιβερή εικόνα των μαθητών της Γ΄ Λυκείου

Απασφάλιση θεολόγου…

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Το «δικαίωμα» των καταλήψεων

Μεταξύ θεολόγων ειλικρίνεια…

Συζητώντας με έναν κομπλεξικό (…περί θρησκείας)

Θεέ μου, είσαι άδικος….

Γράμμα στον Ιούδα…