Τι αξίζει;
Έξι
μαθητές και μαθήτριες του Λυκείου Γαζίου ανηφόρισαν στη Θεσσαλονίκη (16 – 18 Μαρτίου)
με την ευκαιρία του 5ου Πανελληνίου Μαθητικού Θεολογικού Συνεδρίου,
που διοργανώνεται κάθε χρόνο από το 1ο Πειραματικό Λύκειο
Θεσσαλονίκης «Μανόλης Ανδρόνικος». Είδαν με μια διαφορετική ματιά το ερώτημα: «τελικά… τι αξίζει»;
(Γιώργος
Καλλέργης) Σας
έχει τύχει να βαριέστε στα Θρησκευτικά; Να νυστάζετε; Να κοιτάτε το ρολόι και
να μην περνάει με τίποτα η ώρα; Να ακούτε το κουδούνι ως την πιο λυτρωτική
μελωδία της ζωής σας; Σε εμάς, πολλές φορές. Έλα, παραδεχτείτε το κι εσείς! Ας
είναι οι καθηγητές σας μπροστά!
Μήπως
ήρθε η στιγμή να σηκωθούμε επιτέλους από τις καρέκλες; Να ξεμουδιάσουμε; Να
βάλουμε λίγη φαντασία; Λίγο συναίσθημα; Λίγη κίνηση; Λίγο αυτοσχεδιασμό; Λίγη
μουσική; Στέλιο, Γιώργο και Κατερίνα! Πρέπει να πω και τα ονόματά σας;
(Πιάνει ο Γιώργος Λυγεράκης το μαντολίνο και ο Βασίλης Πλαϊτης
λέει τρεις μαντινάδες)
- Δεν λένε οι φίλοι ευχαριστώ, οι φίλοι δεν
χρωστούνε,
γιατί
στα πάρε δώσε τους, τεφτέρια δεν κρατούνε.
-
Φίλος που έχει μυστικό, τον κόσμο να γυρίσει,
σ’
ό,τι του πεις δεν πρόκειται, να το ξεμαρτυρίσει.
-
Το αγαπώ το κάνανε, χώμα και το πατούνε,
που
μια φορά εκλαίγανε, όντε θέλαν να το πούνε.
(Στη συνέχεια αναλαμβάνουν οι Μαριλένα Καμάρη, Κατερίνα
Κωστάκη και Στέλιος Κοντζεδάκης. Με λόγια, κινήσεις και γαντόκουκλες δραματοποιούν
την ιστορία του Σόλωνα με τον Κροίσο, ενώ ο Γιώργος Λυγεράκης παίζει μελωδίες
με το μαντολίνο ως μουσικό χαλί.)
ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ο πάμπλουτος βασιλιάς της Λυδίας, ο
Κροίσος, ήταν πολύ περήφανος για τους θησαυρούς του και πίστευε ότι ήταν ο πιο
ευτυχισμένος άνθρωπος.
Κάποτε
κάλεσε στο παλάτι του τον Σόλωνα, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας
Ελλάδας. Ο Κροίσος πίστευε ότι τα πλούτη του θα θάμπωναν τον Σόλωνα. Τον ρώτησε
λοιπόν:
ΚΡΟΙΣΟΣ:
Δεν μου λές, Σόλων. Γνωρίζεις κάποιον άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από μένα;
ΣΟΛΩΝ:
Ναι, βασιλιά μου. Γνώρισα κάποτε στην Αθήνα τον Τέλο. Μεγάλωσε με σωστές αρχές
τα παιδιά του και πέθανε ένδοξα πολεμώντας για την πατρίδα.
ΚΡΟΙΣΟΣ:
Ενδιαφέρον! Γνωρίζεις κάποιον άλλον;
ΣΟΛΩΝ:
Βεβαίως. Δυο αδέρφια από το Άργος. Τον Κλέοβη και τον Βίτωνα. Οι συμπολίτες
τους θαύμαζαν την αγάπη των δυο αδερφών και το σεβασμό που έδειξαν στη μητέρα
τους.
ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ο Κροίσος θύμωσε αρκετά και με τη
δεύτερη απάντηση του σοφού και τον ρώτησε έντονα γιατί δεν χαρακτήριζε κι
εκείνον ευτυχισμένο άνθρωπο.
ΣΟΛΩΝ:
Κανένας δεν γνωρίζει τι κρύβει το μέλλον κάθε ανθρώπου. Ευτυχισμένος αληθινά
είναι εκείνος που τελειώνει τη ζωή του ευτυχισμένα. Όπως στους αγώνες πρέπει να
περιμένουμε το τέλος γαι να ανακηρύξουμε κάποιον νικητή, έτσι και στη ζωή.
ΚΡΟΙΣΟΣ:
Πολύ καλά, Σόλων. Μετά και από αυτή σου την απάντηση δεν έχω άλλο περιθώριο,
παρά να σε διώξω από το παλάτι μου. Είσαι ανεπιθύμητος εδώ.
ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Έτσι ο Σόλων έφυγε από το παλάτι.
Κάποτε ο Κροίσος ξεκίνησε πόλεμο κατά των Περσών και ήταν πολύ σίγουρος για τη
δύναμή του. Σ΄ αυτόν τον πόλεμο όμως νίκησε ο Πέρσης βασιλιάς, ο Κύρος, που τον
αιχμαλώτισε και τον οδήγησε στη φωτιά για να τον κάψει!
ΚΡΟΙΣΟΣ:
Σόλων! Σόλων! Πόσο δίκιο είχες τελικά!!
ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ακούγοντας τις φωνές ο Πέρσης
βασιλιάς θέλησε να μάθει αν ο αιχμάλωτος ζητούσε βοήθεια από κάποιο θεό. Μόλις
όμως άκουσε την ιστορία του Κροίσου με το Σόλωνα, προτίμησε να του χαρίσει την
ελευθερία. Ίσως κάποτε να βρισκόταν κι ο ίδιος σε τέτοια κατάσταση.
«Ενός ανθρώπου, που ήταν πολύ πλούσιος,
καρποφόρησε πολύ η γη του. Πάρα πολύ. Τόσο πολύ που δεν είχε πού να βάλει τα
αγαθά του. Οι αποθήκες του ήταν μικρές για τόσα πολλά πλούτη…. Και σκεφτόταν…. Συνεχώς
σκεφτόταν. Τον έπιασε το βράδυ να αναρωτιέται τι θα κάνει με τα πλούτη του.
Αποφάσισε λοιπόν να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να χτίσει μεγαλύτερες. Με
αυτή την απόφαση ξάπλωσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί ευτυχισμένος. Ούτε σκέψη
να μοιράσει τα παραπάνω πλούτη του στους φτωχούς. Κι ας λέει ο Μέγας Βασίλειος
ότι του πεινασμένου είναι το ψωμί που μουχλιάζει στο συρτάρι σου, του φτωχού τα
παραπάνω ρούχα, του ξυπόλητου τα περίσσια παπούτσια. Τόσους αδικείς, όσους θα
μπορούσες να ελεήσεις.
Κι
όπως αποκοιμήθηκε, τον επισκέφτηκε ένας άγγελος και του είπε: Άνθρωπε, σήμερα
φεύγεις από αυτό τον κόσμο. Αυτά που έχεις, τίνος θα μείνουν;
(Οι μαθητές
σηκώνονται όρθιοι, πιάνονται από τους ώμους και τραγουδούν το ρεφραίν από το
τραγούδι των Poll, «Άνθρωπε, αγάπα» (Κώστας
Τουρνάς)
-
Άνθρωπε αγάπα, τη φωτιά σταμάτα,
και
τη δύναμή σου, δώσ’ τη στο φιλί σου!
Παναγιώτης
Ασημακόπουλος
Θεολόγος
καθηγητής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου