Το Σαββατόβραδο της Ελένης



Σάββατο βράδυ. 04:40. Μάλλον ξημερώματα Κυριακής. Κι αυτή εκεί, στο γνωστό σημείο. Πίσω από τους κάδους. Κάποτε την πείραζε το μέρος. Τώρα είναι απλά ο τόπος, όπου μπορούν να τη βρουν.
Η πλάτη και τα πλευρά της πονούν ακόμη πολύ. Πριν από δυο ώρες έφαγε δυο μπουνιές δυνατές από πελάτη. Μέσα στη δουλειά είναι κι αυτό, της λέει το “αφεντικό”, όταν τη δει να δυσανασχετεί. Μέσα στο αμάξι του είναι αυτό το μούτρο και ασχολείται με το κινητό του, όπως κάνει συνήθως.
Δεν αντέχει άλλο. Ένας τελευταίος πελάτης και μετά θα συρθεί μέχρι το σπίτι της. Άτιμη ζωή…
Ένα τζιπ σταματά μπροστά της και ο οδηγός τής κάνει νόημα να πλησιάσει. Πάει κοντά και από το κατεβασμένο τζάμι της δίνει πενήντα ευρώ.
-«Δώστα στο μάγκα πίσω και πες του να φύγει. Δεν θα τον χρειαστούμε άλλο απόψε».
Η αποφασιστικότητα και το κοφτό ύφος του δεν της άφησαν και πολλά περιθώρια. Το "αφεντικό" απρόθυμα άνοιξε το τζάμι του συνοδηγού, αλλά όταν είδε τα 50 ευρώ χαμογέλασε, έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου κι έφυγε.
            - «Έλα μέσα», της είπε ο οδηγός και όταν αυτή άνοιξε την πόρτα, της έδωσε το χέρι του.
            - «Γιάννης», της είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.
          - «Ελένη», είπε αυτή σαστισμένη από τον εντελώς ασυνήθιστο τρόπο προσέγγισης.
        - «Ελένη, έχεις φάει τίποτε;» συνέχισαν τα απρόοπτα της βραδιάς. Ο Γιάννης κοίταξε ελαφρά τον καθρέπτη και έβγαλε το αυτοκίνητο στο ρεύμα κυκλοφορίας. «Μάλλον όχι», συνέχισε και την κοίταξε ξανά τρυφερά. «Ξέρω εδώ παρακάτω μία καντίνα που διανυκτερεύει. Είναι πολύ καλή και απόμερη. Δεν θα μας ενοχλήσει κανείς».
            Το βλέμμα της Ελένης έπεσε πάνω σε τρία παιδικά μουτράκια που ήταν σε μαγνητάκια, κολλημένα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού.
           - «Τα δύο κοριτσάκια είναι δίδυμα», είπε με άνεση ο Γιάννης. Πράγματι, έμοιαζαν αρκετά.
Άλλο ένα εντελώς παράδοξο, καθώς οι άλλοι πελάτες έχουν φροντίσει να εξαφανίσουν κάθε οικογενειακό ίχνος πριν μπει η Ελένη στο αυτοκίνητο. Κι αν κάποιοι ξεχαστούν, με μια απότομη κίνηση πετούν στο ντουλαπάκι τα πειστήρια ότι έχουν οικογένεια, μόλις υποψιαστούν ότι το βλέμμα της Ελένης θα σταθεί εκεί. Μάλλον για να μη μολυνθεί η ιερότητα από το βρώμικο μάτι μιας γυναίκας του δρόμου.
            Όταν έφτασαν στην καντίνα, ο Γιάννης έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και ρώτησε:
            - «Μήπως ντρέπεσαι και δεν θες να κατέβεις;»
            - «Μα, δεν…;», ψέλλισε η Ελένη.
            - «Έλα, βρε Ελενίτσα, θα τα πούμε αυτά. Πάμε. Θες και καφέ να υποψιαστώ, ε;»
            Η Ελένη έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε σαν υπνωτισμένη.
      Έμειναν περίπου δύο ώρες. Συζήτησαν αρκετά. Γέλασαν. Έκλαψαν. Τον περισσότερο χρόνο η Ελένη είχε ξεχάσει ποια ήταν και τι έκανε. Το μόνο που της θύμιζε τη θέση της ήταν ο πόνος στην πλάτη και στα πλευρά που την έκανε να αλλάζει θέση στην καρέκλα. Την περισσότερη ώρα βέβαια τον ξεχνούσε κι αυτόν. Είχε αρχίσει να νιώθει και πάλι άνθρωπος.
            Είχε ξημερώσει πλέον για τα καλά. Ο Γιάννης με ένα μορφασμό απογοήτευσης κοίταξε το ρολόι του και είπε δύσθυμα:
            - «Δυστυχώς, πρέπει να φύγουμε. Ελπίζω να πέρασες καλά. Θα σε πάω εγώ στο σπίτι. Θέλεις να μού πεις πού μένεις;»
            Η Ελένη είπε μια διεύθυνση και συνειδητοποίησε ότι για άλλη μια φορά είπε ένα μικρό ψέμα. Μένει λίγο παρακάτω. Μέρος της δουλειάς κι αυτό.
            Σε όλη τη διαδρομή ήταν σιωπηλοί. Μόνο λίγο πριν φτάσουν, ο Γιάννης έσπασε τη σιωπή:
          - «Σε ευχαριστώ που δεν ρώτησες γιατί. Σε ευχαριστώ για το καλό που μού έκανες σήμερα».
            Για άλλη μια φορά η Ελένη δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο Γιάννης σταμάτησε το αυτοκίνητο, γύρισε προς το μέρος της και από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου έβγαλε ένα φάκελο, αρκετά φουσκωμένο. Τον έδωσε στα χέρια της Ελένης, η οποία προσπάθησε να αρνηθεί, αλλά ήταν αδύνατον μπροστά στην επιμονή της κίνησης και των ματιών του Γιάννη. Αυτά τα μάτια ήταν πλέον βουρκωμένα.
         - «Πες ότι σήμερα ξεπληρώνω ένα μεγάλο χρέος. Πήγαινε, Ελένη. Ο Θεός μαζί σου».
            Η Ελένη άνοιξε σαν χαμένη την πόρτα και βγήκε στο πεζοδρόμιο. Πλέον έβλεπε το αυτοκίνητο του Γιάννη να απομακρύνεται και ήρθε στο μυαλό της η τελευταία φράση του.
            Θεός; Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η καμπάνα από τη διπλανή Εκκλησία. Της ήρθε η επιθυμία να ανάψει έστω ένα κερί. Ήταν νωρίς ακόμη. Λογικά δεν θα είχε κόσμο η Εκκλησία. Κανείς δεν θα την αναγνώριζε. Ήταν πια Κυριακή πρωί….

Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έμμηνος ρύση και Θεία Κοινωνία

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2013)

Η θλιβερή εικόνα των μαθητών της Γ΄ Λυκείου

Απασφάλιση θεολόγου…

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Το «δικαίωμα» των καταλήψεων

Μεταξύ θεολόγων ειλικρίνεια…

Συζητώντας με έναν κομπλεξικό (…περί θρησκείας)

Θεέ μου, είσαι άδικος….

Γράμμα στον Ιούδα…