Απόψε σε θυμήθηκα….




Απόψε σε θυμήθηκα. Για την ακρίβεια, σε ξαναθυμήθηκα. Είπα σήμερα να γράψω δυο λόγια για σένα. Σκαλίζω μέσα στο μυαλό μου για να βρω, εάν αυτά που θα γράψω σού τα είχα πει και τότε. Τότε που διαμόρφωνες τη ζωή μου. Μα, τι σκέφτομαι ο χαζός… Είναι ποτέ δυνατόν να άφηνες άνθρωπο να μιλήσει για σένα με ωραία και γλυκά λόγια;
Θα ξέρεις, βέβαια, ότι περνάμε δύσκολα και έχουμε χάσει τη ζωντάνια και το γέλιο μας. Οι δυσκολίες μάς έχουν γονατίσει και το μέλλον είναι αβέβαιο. Ωχ, ωχ… σαν να σε βλέπω να έρχεσαι προς τα εδώ με τον πλάστη στα χέρια, με το χαριτωμένο σου εκτόπισμα και με τα μονίμως σπινθηροβόλα σου μάτια. «Τι λες, μωρέ;», λες και γελάς. «Θα μού πεις εμένα για δυσκολίες, για πείνα και για φτώχεια; Όρθιος, βρε!!»
Το ξέρεις ότι έχεις σημαδέψει την παιδική μας ηλικία. Τα καλοκαίρια στο χωριό με το φτωχικό σπιτάκι και τις λίγες ανέσεις ήταν ο Παράδεισός μας. Αυτό τουλάχιστον το είχες καταλάβει. Κι όχι μόνο από μένα, αλλά από όλα τα παιδιά.
Ήταν η μόνιμη διάθεσή σου να ασχοληθείς μαζί μας. Ήταν η ευρηματικότητά σου να μάς λες ιστορίες κάθε βράδυ καθώς το φως της λάμπας του δρόμου έκανε σκιές στον τοίχο, όπως περνούσε μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Καλύτερα από οποιαδήποτε οθόνη σινεμά. Ήταν το πρωί που μας ξυπνούσες με μουσική, περιφέροντας το ράδιο πάνω από τα κρεβάτια μας. Ήταν που τραγουδούσες κι εσύ και διασκεύαζες στη στιγμή τα τραγούδια για να ταιριάζουν με εμάς. Ήταν οι ζεστές τηγανίτες με το μέλι που μας περίμεναν για πρωινό. Ήταν ο αναμμένος ξυλόφουρνος για να δοκιμάσουμε γεύσεις που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Ήταν τα ατέλειωτα παιγνίδια μαζί σου. Αλλά πάνω από όλα, ήταν το απίστευτο χαρακτηριστικό σου για το οποίο σε θαύμαζαν όλοι. Το αστείρευτο και πανέξυπνο χιούμορ σου. Για πότε σκάρωνες αστείες ιστορίες, σατυρικά τραγουδάκια και ξεκαρδιστικές γκριμάτσες… Λεπτό χιούμορ, ετοιμόλογες απαντήσεις, σπιρτόζικος αυτοσαρκασμός, ευφυή πειράγματα. Πάντα με καλή καρδιά. Ποτέ δεν ήσουν χυδαία ή προσβλητική. Και ποτέ δεν σε βαρεθήκαμε. Ούτε στα 7 ούτε στα 17 ούτε στα 27.
Τραγούδι και γέλιο. Αυτά τα δυο σε όριζαν. Όταν πρωτογνώρισες τη γυναίκα μου – η οποία αγάπησε αμέσως εσένα και το σκέρτσο σου –  την έκανες με τα κρεμμυδάκια. Αυτή Αθηναία κι εσύ από το χωριό κι αυτό που βγήκε ήταν ένα δεκάλεπτο solo σε ένα από τα πολλά σου one woman's shows. Ευτυχώς, το έχω στην κάμερα με αρκετά κουνήματα από τις διαρκείς αναταράξεις γέλιου.
Στις τελευταίες σου στιγμές δεν ήμουν εκεί. Σε είδα λίγες ημέρες πριν. Η πορεία μη αναστρέψιμη. Την ώρα που σε χαιρετούσα, με φίλησες γλυκά και μού είπες ένα ακόμη τελευταίο αστείο αυτοσαρκασμού. Γέλασα και βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο για να μη δεις τη συνέχεια…..
Πόσο μού έχει λείψει να ακούσω το "Γεια σου, λοιπόν". Στο λέω εγώ τώρα: "Γεια σου, λοιπόν". Γιαγιά Χριστίνα, μας λείπεις….

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έμμηνος ρύση και Θεία Κοινωνία

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2013)

Η θλιβερή εικόνα των μαθητών της Γ΄ Λυκείου

Απασφάλιση θεολόγου…

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Το «δικαίωμα» των καταλήψεων

Μεταξύ θεολόγων ειλικρίνεια…

Συζητώντας με έναν κομπλεξικό (…περί θρησκείας)

Θεέ μου, είσαι άδικος….

Γράμμα στον Ιούδα…