Ο Θεός και ο Πίπης
Τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα στο χωριό μου (Πόρος Ριγανίου Ναυπακτίας) με την πολυαγαπημένη γιαγιά Χριστίνα. Κι όχι μόνος μου. Με τα αδέρφια μου και τα ξαδέρφια περνούσαμε ωραία και ξέγνοιαστα. Βόλτες στο ποτάμι, στα ζώα και στα περιβόλια του παππού και της γιαγιάς. Το βράδυ, κέρασμα στο καφενείο όπου «έπρεπε να είμαστε σοβαροί» για να μην ντροπιάσουμε τον παππού. Η μεγάλη μας τρέλα ήταν να μας κάνει η γιαγιά αστεία και να παίζει μαζί μας. Μια τέτοια ωραία στιγμή διέκοψε ένα περίεργο θέαμα. Ένας ξυπόλητος άντρας με κουρέλια για ρούχα και ένα σακούλι στον ώμο εμφανίστηκε αθόρυβα στη συρματένια αυλόπορτα. Αμέσως, κρυφτήκαμε φοβισμένοι πίσω από το φουστάνι της γιαγιάς. «Μη φοβάστε», είπε τρυφερά η γιαγιά. «Έλα μέσα, Πίπη», απευθύνθηκε η γιαγιά στον άγνωστο για εμάς ταλαίπωρο άντρα. Ο Πίπης έκανε μόνο δυο βήματα κοιτάζοντας μόνιμα στο έδαφος. Μας έριξε δυο κλεφτές ματιές και μας χαμογέλασε με ένα τρόπο που μας φάνηκε πολύ παιδιάστικος και αθώ