Θάνατος και αγάπη


Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς δεν γίνεται τίποτε. Λογικά δεν γίνεται τίποτε. Τα λεπτά της ώρας κυλούν με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Ούτε πιο αργά και βασανιστικά ούτε πιο γρήγορα και χαρούμενα. Η μέρα διαδέχεται τη νύχτα και η νύχτα διαδέχεται τη μέρα με τον ίδιο ακριβώς στερεότυπο τρόπο. Όπως και αιώνες τώρα. Κατάλαβες; Τίποτε περίεργο ή διαφορετικό. Όλα είναι εξηγήσιμα. Μόνο ο χρόνος κυλάει. Τίποτε άλλο.
Στάσου τώρα να πάω να δω στην πόρτα γιατί ακούω θόρυβο.
Μπα, δεν είναι τίποτε… . Αλλά, για κάνε ησυχία γιατί ακούω ψιθύρους. Παράξενο! Δεν βλέπω κανένα αλλά κάτι ακούω.
«….Λοιπόν, να που συναντιόμαστε ξανά. Αμέτρητες φορές έως τώρα. Και κάθε φορά γρήγορα και σιωπηλοί. Τώρα όμως θα βρεις δυο λεπτά να σου πω δυο κουβέντες. Έλα, μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Είσαι ο Θάνατος και είμαι η Αγάπη».
Ο Θάνατος κοντοστάθηκε. Έτσι από περιέργεια να ακούσει. Κανείς δεν του είχε μιλήσει ως τώρα. Μόνο θρήνους και παρακάλια άκουγε σε όλη του τη ζωή. Ζωή; Χα, χα, χα… Έχει ο Θάνατος Ζωή; Προς στιγμή συνοφρυώθηκε. Θυμήθηκε κάτι τύπους που συνάντησε με χαμόγελο και τραγούδια στο στόμα, αψηφώντας τον και κοιτάζοντάς τον με περιφρόνηση. Τέλος πάντων, δεν είναι τώρα καιρός για τέτοιες σκέψεις. Εξάλλου, η Αγάπη δεν τα ξέρει αυτά.
«Αυτοί και αυτές που έχεις τώρα στο μυαλό σου δεν με έβγαλαν ποτέ από μέσα τους», του είπε η Αγάπη και τον ταρακούνησε. «Πάντα με νικάς», του είπε με ήρεμο τόνο. «Έτσι νομίζεις τουλάχιστον. Σκορπίζεις θλίψη, απελπισία και πόνο. Οι άνθρωποι σε αποφεύγουν. Ούτε το όνομά σου δεν προφέρουν. Όλα πεθαίνουν. Με τη δίδυμη αδερφή σου, τη Φθορά, τα έχετε καταφέρει μια χαρά. Έχετε και σύμμαχο το Χρόνο. Για την ακρίβεια, αντίπαλοι είστε. Μία νικάει ο ένας, μία ο άλλος. Μία πας εσύ πιο πίσω, μία πάει αυτός αλλού.
Εγώ όμως μένω πέρα και πάνω από εσάς. Οι θνητοί άνθρωποι παλεύουν και με το Χρόνο και με ψάχνουν. Κι όταν με βρουν γράφουν το όνομά μου με μεγάλα γράμματα. Και νικούν κι εσένα και το Χρόνο. Και ζουν με χαμόγελο, χρώμα και δάκρυα. Κι όσο εσείς λυσσάτε και χτυπάτε, τόσο αυτοί αγαπούν και ερωτεύονται.
Και ξέρεις και κάτι ακόμη; Περνώ και πέρα από το φαινομενικά απροσπέλαστο Εσύ. Γιατί έτσι θέλησε Αυτός που με έπλασε, Αυτός που είμαι εγώ. Ούτε τρεις ημέρες δεν κατάφερες να με κρατήσεις….»
Ο Θάνατος έκανε να φύγει. Η Αγάπη όμως τον άρπαξε και τον έφερε κοντά στο πρόσωπό της. Αυτός γύρισε το κεφάλι αλλού μην αντέχοντας να τη βλέπει. Το χέρι της Αγάπης χαλάρωσε και έγινε χάδι στο μάγουλο του Θανάτου που είχε γυρίσει από την άλλη. Έσκυψε και του είπε τρυφερά στο αυτί….
«Και ξέρεις γιατί σε νικώ; Γιατί αγαπώ και σένα. Κι αν εσύ είσαι παντού, εγώ είμαι σε περισσότερα μέρη….»

Υ.Γ. Κείμενο από το νέο βιβλίο που ετοιμάζω....

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έμμηνος ρύση και Θεία Κοινωνία

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2013)

Η θλιβερή εικόνα των μαθητών της Γ΄ Λυκείου

Απασφάλιση θεολόγου…

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Το «δικαίωμα» των καταλήψεων

Μεταξύ θεολόγων ειλικρίνεια…

Συζητώντας με έναν κομπλεξικό (…περί θρησκείας)

Θεέ μου, είσαι άδικος….

Γράμμα στον Ιούδα…